- νεκύδαλος
- νεκύδαλος και νεκύδαλλος, ὁ (Α)η τελευταία μεταμόρφωση τού μεταξοσκώληκα, κατά την οποία μοιάζει με νεκρό, η χρυσαλλίδα, η νύμφη τού μεταξοσκώληκα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τη λ. νέκυς «νεκρός» και έχει σχηματιστεί κατά το κορύδαλ(λ)ος*. Η σύνδεση τής λ. με το νέκυς εξηγείται από τη φαινομενική απουσία τής ζωής που χαρακτηρίζει τη χρυσαλλίδα].
Dictionary of Greek. 2013.